λυσίνη

λυσίνη
η
1. (ανοσολ.) αντίσωμα ή κάθε άλλη ουσία που έχει την ιδιότητα να διαλύει ένα κύτταρο
2. (βιοχ.) αμινοξύ τού οποίου ο δεξιόστροφος αντίποδας L-λυσίνη αποτελεί σημαντικό συστατικό τών πρωτεϊνών και είναι ένα από τα απαραίτητα αμινοξέα για τα ομοιόθερμα ζώα, τα οποία τό λαμβάνουν από τροφικές πηγές, δηλ. από τα φυτά, τα φύκη και τους μήκυτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ετερολυσίνη — η αιμολυσίνη που καταστρέφει το αίμα ατόμων τα οποία ανήκουν σε διάφορα είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterolysin < hetero (πρβλ. ετερο *) + lysin (πρβλ. λυσίνη)] …   Dictionary of Greek

  • θρυψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο της τάξης των υδρολασών, που σχηματίζεται στο έντερο από την επίδραση της εντεροπεπτιδάσης (παλαιότερα γνωστή ως εντεροκινάση) στο προένζυμο θρυψινογόνο του παγκρέατος. Η θ. ανήκει στην κατηγορία των ενδοπεπτιδασών ή πρωτεασών …   Dictionary of Greek

  • καζεΐνη — Το κύριο κλάσμα πρωτεϊνών που περιέχεται αποκλειστικά στο γάλα των θηλαστικών, σε ποικίλες αναλογίες στα διάφορα είδη. Στη βιομηχανία η κ. παραλαμβάνεται απευθείας από το γάλα. Η καθαρή κ. είναι λευκή σκόνη, αδιάλυτη στο νερό, αλλά διαλυτή σε… …   Dictionary of Greek

  • λυσοζύμη — Ένζυμο της ομάδας των υδρολασών. Καταστρέφει το κυτταρικό τοίχωμα των βακτηρίων και προκαλεί έτσι τη λύση των κυττάρων. Είναι μια πρωτεΐνη με μοριακό βάρος περίπου 14.000 και η πολυπεπτιδική της αλυσίδα, μήκους 129 αμινοξέων, είναι τυλιγμένη έτσι …   Dictionary of Greek

  • σακχαροπίνη — η, Ν (βιοχ.) ενδιάμεσο προϊόν τής βιοσύνθεσης τού αμινοξέος λυσίνη …   Dictionary of Greek

  • τετανολυσίνη — η, Ν ιατρ. αιμολυτικό στοιχείο τής τετανικής τοξίνης που καταστρέφεται με τη θέρμανση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetanolysin (< τέτανος + λυσίνη)] …   Dictionary of Greek

  • υπερλυσιναιμία — η, Ν ιατρ. μεταβολική νόσος, πιθανώς γενετικού χαρακτήρα, που χαρακτηρίζεται από αύξηση τού αμινοξέος λυσίνη στο αίμα και εκδηλώνεται με στατική και πνευματική καθυστέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperlysinemia] …   Dictionary of Greek

  • αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”