αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
ετερολυσίνη — η αιμολυσίνη που καταστρέφει το αίμα ατόμων τα οποία ανήκουν σε διάφορα είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterolysin < hetero (πρβλ. ετερο *) + lysin (πρβλ. λυσίνη)] … Dictionary of Greek
θρυψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο της τάξης των υδρολασών, που σχηματίζεται στο έντερο από την επίδραση της εντεροπεπτιδάσης (παλαιότερα γνωστή ως εντεροκινάση) στο προένζυμο θρυψινογόνο του παγκρέατος. Η θ. ανήκει στην κατηγορία των ενδοπεπτιδασών ή πρωτεασών … Dictionary of Greek
καζεΐνη — Το κύριο κλάσμα πρωτεϊνών που περιέχεται αποκλειστικά στο γάλα των θηλαστικών, σε ποικίλες αναλογίες στα διάφορα είδη. Στη βιομηχανία η κ. παραλαμβάνεται απευθείας από το γάλα. Η καθαρή κ. είναι λευκή σκόνη, αδιάλυτη στο νερό, αλλά διαλυτή σε… … Dictionary of Greek
λυσοζύμη — Ένζυμο της ομάδας των υδρολασών. Καταστρέφει το κυτταρικό τοίχωμα των βακτηρίων και προκαλεί έτσι τη λύση των κυττάρων. Είναι μια πρωτεΐνη με μοριακό βάρος περίπου 14.000 και η πολυπεπτιδική της αλυσίδα, μήκους 129 αμινοξέων, είναι τυλιγμένη έτσι … Dictionary of Greek
σακχαροπίνη — η, Ν (βιοχ.) ενδιάμεσο προϊόν τής βιοσύνθεσης τού αμινοξέος λυσίνη … Dictionary of Greek
τετανολυσίνη — η, Ν ιατρ. αιμολυτικό στοιχείο τής τετανικής τοξίνης που καταστρέφεται με τη θέρμανση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetanolysin (< τέτανος + λυσίνη)] … Dictionary of Greek
υπερλυσιναιμία — η, Ν ιατρ. μεταβολική νόσος, πιθανώς γενετικού χαρακτήρα, που χαρακτηρίζεται από αύξηση τού αμινοξέος λυσίνη στο αίμα και εκδηλώνεται με στατική και πνευματική καθυστέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperlysinemia] … Dictionary of Greek
αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… … Dictionary of Greek